τέζα — Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση) 1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί» β. «το σχοινί είναι τέζα») 2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί» β. «το λεωφορείο ήταν τέζα») 3. φρ. α) «έπεσε… … Dictionary of Greek
τέζα — άκλ. (λ. ιταλ.), επίθ. και επίρρ., τεντωμένος, τσιτωμένος, τεντωτά: Το σκοινί είναι τέζα. – Έμεινε τέζα, πέθανε. – Έγινε τέζα στο μεθύσι (μέθυσε πολύ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεζάρω — Ν 1. τεντώνω κάτι, τό τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί») 2. μένω ακίνητος, πεθαίνω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, η, ο α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τόν βρήκανε τεζαρισμένο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek