τέζα

τέζα
επί Θ. άκλ.
1) натянутый; 2) вытянутый;

σχοινί τέζα — натянутый канат;

§ εμεινε τέζα — он умер; — он протянул ноги (прост.);

έγινε τέζα στο μεθύσι — он пьян мертвецки, он лыка не вяжет, он здорово напился;

την έκανα τέζα — я наелся до отвала


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τέζα" в других словарях:

  • τέζα — Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση) 1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί» β. «το σχοινί είναι τέζα») 2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί» β. «το λεωφορείο ήταν τέζα») 3. φρ. α) «έπεσε… …   Dictionary of Greek

  • τέζα — άκλ. (λ. ιταλ.), επίθ. και επίρρ., τεντωμένος, τσιτωμένος, τεντωτά: Το σκοινί είναι τέζα. – Έμεινε τέζα, πέθανε. – Έγινε τέζα στο μεθύσι (μέθυσε πολύ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεζάρω — Ν 1. τεντώνω κάτι, τό τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί») 2. μένω ακίνητος, πεθαίνω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, η, ο α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τόν βρήκανε τεζαρισμένο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»